χαρτομανία

χαρτομανία
η, Ν
η μανία, το πάθος τής χαρτοπαιξίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαρτιά + μανία. Η λ. μαρτυρείται από το 1839 στον Μιλτ. Χουρμούζη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • χαρτομανία — η το πάθος της χαρτοπαιξίας: Τον έχει πιάσει χαρτομανία και δεν τον βλέπει καθόλου το σπίτι του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”